ανέκρωτος

ανέκρωτος
-η, -ο
αυτός που δε νεκρώθηκε: Χρόνια τώρα στο μοναστήρι, κι όμως το πάθος του για δύναμη έμενε ανέκρωτο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ανέκρωτος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει ακόμη νεκρωθεί, αναισθητοποιηθεί, «ανέκρωτο νεύρο» 2. εκείνος που δεν έχει ακόμη καταπραϋνθεί …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”